O κόσμος κάτω από τα κύματα της θάλασσας υπήρξε πάντα σκοτεινός και απειλητικός. H άβυσσος εκφράζει τις ανθρώπινες φοβίες, ενώ πολλά τρομακτικά πλάσματα ζουν σε αυτήν. Τα πλάσματα αυτά έχουν συχνά τεράστια στόματα και μυτερά δόντια που μοιάζουν με βελόνες. Τα ονόματά τους είναι αντάξια της απειλητικής μορφής τους: ψάρι - δράκος, ψάρι του διαβόλου, ψάρι οχιά, καρχαρίες - φαντάσματα. Ολα τους, όμως, μοιάζουν εξημερωμένα και ακίνδυνα εάν συγκριθούν με τους όγκους άσπρης σάρκας, οι οποίοι ξεβράζονται εδώ και δεκαετίες σε παραλίες όλου του κόσμου. Από πού προέρχονται; Μπορεί να ήταν οτιδήποτε.
Η φαντασία οργίαζε
Εδώ και έναν αιώνα, επιστήμονες και ερασιτέχνες ωκεανολόγοι, που μελέτησαν αυτούς τους τόννους πρωτοπλάσματος, συμπλήρωναν τα ανατομικά κενά, υποθέτοντας ότι περιείχαν μάτια, στόματα και μεγάλα πλοκάμια, ικανά να βυθίσουν ακόμη και μεγάλα πλοία. Ισως οι όγκοι αυτοί να ήταν κάποτε ζώντες οργανισμοί, πιο επίφοβοι και από τους δεινόσαυρους. Το 1972, ευφάνταστος παρατηρητής υπέθεσε ότι μια συγκεκριμένη μάζα αποτελούσε σώμα εξωγήινου όντος, σε αποσύνθεση. Το περασμένο καλοκαίρι, όμως, όγκος άσπρης σάρκας σε μέγεθος αστικού λεωφορείου ξεβράστηκε στις ακτές της Χιλής. Την ώρα που οι ειδικοί εκστασιάζονταν μπροστά στα τεράστια πλοκάμια του, δημοσιεύονταν στο Ιντερνετ πληροφορίες για το «τέρας». Ακόμη και το έγκριτο BBC απεφάνθη ότι ίσως να επρόκειτο για τα απομεινάρια γιγάντιου χταποδιού, το οποίο είχε προ πολλού εξαφανισθεί. Αλλοι ειδικοί υποστήριξαν ότι επρόκειτο για γιγάντιο καλαμάρι ή ακόμη και για εντελώς άγνωστο θαλάσσιο είδος.
Ομάδα έξι υδροβιολόγων του Πανεπιστημίου της Φλόριντα υπέβαλε το εύρημα σε τεστ DNA και, δυστυχώς, έλυσε το μυστήριο. H απάντηση στο γρίφο είναι πεζή: οι μάζες σάρκας είναι λίπος φάλαινας. «Δυστυχώς, δεν ανακαλύψαμε καμία ένδειξη που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το εύρημα προέρχεται από γιγάντιο χταπόδι, ή κάποιο θαλάσσιο τέρας άγνωστης ταυτότητας», έγραψαν οι βιολόγοι σε δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση The Biological Bulletin. O Ρίτσαρντ Ελις, συγγραφέας του βιβλίου «Θαλάσσια τέρατα», αποδέχθηκε τα ευρήματα του DNA, χαρακτηρίζοντάς τα καταλυτικά.
Εδώ μοιάζει να τελειώνει η ιστορία του μυστηριώδους πλάσματος, που ξεκίνησε το 1896 κοντά στην πόλη Σεν Ογκουστίν της Φλόριντα, με την ανακάλυψη γιγαντιαίου τμήματος σάρκας θαλάσσιου πλάσματος, με μήκος 7 μέτρων, πλάτος δύο και βάρος επτά τόννους. Τοπικοί φωτογράφοι, φυσιοδίφες, ιατροί και δημοσιογράφοι πίστεψαν ότι έβλεπαν τα απομεινάρια κεφαλιού, στόματος, ματιών, πλοκαμιών και ουράς. O δρ Αντισον Βέριλ του Πανεπιστημίου Γιέιλ, επιστημονική κορυφή της εποχής στα κεφαλόποδα, επέμεινε ότι το πλάσμα ήταν γιγάντιο χταπόδι, και το ονόμασε «Octopus Giganteus». O Βέριλ έγραψε μάλιστα για το πλάσμα: «Οταν βρισκόταν εν ζωή, πρέπει να διέθετε τεράστια μπράτσα, το κάθε ένα πάνω από 30 μέτρα σε μήκος, πάχους καταρτιού και οπλισμένα με βεντούζες σε μέγεθος πιάτων, η μεγαλύτερη βεντούζα είχε διάμετρο τριάντα εκατοστών». Οι εκτιμήσεις του Βέριλ προκάλεσαν αίσθηση, καθώς το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο χταπόδι της εποχής είχε μήκος επτά μέτρων από το κεφάλι έως την άκρη του πλοκαμιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου